βαρβαρικά

βαρβαρικά
βαρβαρικός
barbaric
neut nom/voc/acc pl
βαρβαρικά̱ , βαρβαρικός
barbaric
fem nom/voc/acc dual
βαρβαρικά̱ , βαρβαρικός
barbaric
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • βαρβαρικάς — βαρβαρικά̱ς , βαρβαρικός barbaric fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Greek Junta Trials — The Greek Junta Trials ( el. Οι Δίκες της Χούντας translated as: The Τrials of the Junta) were the trials involving members of the military junta which ruled Greece from 21 April 1967 to 23 July 1974. These trials involved the instigators of the… …   Wikipedia

  • НИМФОДОР —    • Nymphodōrus,          Νυμφόδωρος,        1. из Амфиполя; он написал, вероятно, νόμιμα βαρβαρικά. Время жизни его неизвестно;        2. сиракузянин времен Птолемея Филадельфа; он написал περίπλους и περὶ τω̃ν ε̉ν Σικελία θαυμαζομένων.… …   Реальный словарь классических древностей

  • Nymphodōros — Nymphodōros, 1) N. aus Amphipolis; er schr. Νόμιμα βαρβαρικά. 2) N. aus Syrakus, lebte unter Ptolemäos Philadelphos u. schrieb außer einen Periplus auch Περὶ τῶν ἐν Σικελίᾳ ϑαυμαζομένων; beide verloren …   Pierer's Universal-Lexikon

  • BARBARUS — non gentis, sed vocis nomen est. Steph. Abrahamo Echellensi Histor. Arabum c. 1. vox Syrorum, apud quos, qui Straboni Scenitae dicuntur, Barbroie, i. e. filii deserti, vocentur, iam antiquitus in usu fuit. Ita autem Graeci, et post eos Romani,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • Ρώμη — I (Rome). Όνομα δύο πόλεων των Η.Π.Α. 1. Πρωτεύουσα της περιοχής Ονέιντα, της Πολιτείας της Ν. Υόρκης (44 350 κάτ.). Είναι χτισμένη στις όχθες του ποταμού Μόουχωκ, βορειοδυτικά της Ούτικα. Πρόκειται για βιομηχανικό κέντρο και σιδηροδρομικό κόμβο… …   Dictionary of Greek

  • αντισημιτισμός — Εχθρότητα με συναισθηματικό ή πολιτικό περιεχόμενο, που εκδηλώνεται σε διάφορες χώρες εναντίον των Εβραίων. Ο όρος α. εμφανίζεται για πρώτη φορά γύρω στα 1870, σε μια στιγμή που ψευδοεπιστημονικές θεωρίες, οι οποίες βασίζονταν στον ρατσισμό,… …   Dictionary of Greek

  • καριστί — (Α) στην καρική γλώσσα, βαρβαρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. καρισ τού ρ. καρίζω (πρβλ. αόρ. ἐ κάρ ισ α) + επιρρμ. κατάλ. τι (πρβλ. βαρβαρισ τί, ελληνισ τί)] …   Dictionary of Greek

  • μεσαίωνας — Ονομάζεται γενικά Μ. η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ορίζεται από την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476) και την ανακάλυψη της Αμερικής (1492). Σχετικά με τη χρονολογική οροθέτηση του Μ. έχουν υποστηριχθεί και άλλες απόψεις …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”